- μεσάγριος
- μεσ-άγριος or [suff] μες-άγροικος, ον,A half-savage, Str.13.1.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσάγριος — και μεσάγροικος, ον (Α) αυτός που είναι σχεδόν αγροίκος ή χωριάτης, ο ημιάγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἄγριος και ἀγροῖκος (πρβλ. ημι άγριος)] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek